- κεραστικός
- κεραστικός, -ή, -όν (Α) [κεραστής]αυτός που χρησιμεύει ως ποτό για κέρασμα.επίρρ...κεραστικῶςαναμεμιγμένα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επικεραστικός — ἐπικεραοτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανακατώνει τα υγρά ή τους χυμούς 2. αυτός που μετριάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεραστικός (< κεραστής)] … Dictionary of Greek